γερροχελώνη

γερροχελώνη
γερροχελώνη
penthouse
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γερροχελώνη — γερροχελώνη, η (Α) βλ. γέρρον (4). [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + χελώνη] …   Dictionary of Greek

  • γερροχελωνῶν — γερροχελώνη penthouse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερροχελώνας — γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem acc pl γερροχελώνᾱς , γερροχελώνη penthouse fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”